αλευριά

αλευριά
η каша из муки;

γ ο πού καή στην αλευριά φυσά και τό γιαούρτι — посл, кто обжёгся на молоке, дует и на воду


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "αλευριά" в других словарях:

  • αλευριά — η χυλός, κουρκούτι: Το βραδινό τους φαγητό πολλές φορές ήταν μονάχα αλευριά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αλευριά — η [αλεύρι] πολτώδες παρασκεύασμα από αλεύρι και νερό, χυλός, κουρκούτι …   Dictionary of Greek

  • αθάρα — ἀθάρα, η μσν. τύπος τής αρχ. ελλ. λ. ἀθάρη, η οποία κατά τον Πλίνιο είναι αιγυπτιακής προέλευσης. Η λ. απαντά ήδη στον Αριστοφάνη (βλ. Πλούτος, 673). Πρόκειται για το χοντροαλεσμένο σιτάρι ή κριθάρι και για τον πηχτό ζωμό, που παρασκευάζεται απ’… …   Dictionary of Greek

  • αλευροζούμι — το 1. αραιός χυλός από αλεύρι και νερό 2. αλευροπολτός, αλευριά. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλεύρι + ζουμί] …   Dictionary of Greek

  • αλεύρι — Με τον όρο α. εννοούμε συνήθως το προϊόν που προκύπτει από το άλεσμα των σπόρων του σταριού (τρίτικονσίτος ο κοινός). Στην πραγματικότητα όμως, εκτός από το σιτάρι, όλοι οι καρποί των αγρωστωδών αποτελούν μετά την άλεσή τους αλεύρι (π.χ.… …   Dictionary of Greek

  • Πόρτλαντ — (Portland). Πόλη των βορειοδυτικών HΠΑ, στην ομόσπονδη πολιτεία Όρεγκον, της οποίας είναι το πολυανθρωπότερο κέντρο και κυριότερος πόλος της οικονομικής ανάπτυξης. Βρίσκεται στη δεξιά όχθη του Γουιλάμιτ, λίγο πιο πάνω από τη συμβολή του με τον… …   Dictionary of Greek

  • φουρναριό — το 1. ιδιαίτερος χώρος αγροτικού σπιτιού, όπου γίνεται το ζύμωμα και το φούρνισμα. 2. αποθήκη για σιτηρά, αλεύρια κτό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»